φιλόφρονας

φιλόφρονας
ο
ευγενικός, περιποιητικός, υποχρεωτικός, κομπλιμεντόζος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Φιλόφρονας — Φιλόφρων kindly disposed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόφρονας — φιλόφρων kindly disposed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… …   Dictionary of Greek

  • σπλαγχνικός — ή, ό / σπλαγχνικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σπλαχνικός Ν [σπλά(γ)χνο(ν)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σπλάγχνα (α. «σπλαγχνική αντίδραση» β. «σπλαγχνικὰ φάρμακα», Διοσκ.) νεοελλ. 1. ευσπλαγχνικός, οικτίρμονας («σπλαχνικός πατέρας») 2. (για λόγους)… …   Dictionary of Greek

  • πρόσχαρος — η, ο χαρούμενος, ευχάριστος, γελαστός, φιλόφρονας: Είναι πρόσχαρος άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”